- σύνορκος
- -ον, Ασυνδεδεμένος με όρκο («εἰ καὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας ὁμογνώμονάς τε καὶ συνόρκους καὶ συμμάχους λάβοιτε ἐπ' ἐκείνους», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὅρκος (πρβλ. ἐπί-ορκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνόρκους — σύνορκος bound together by oath masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνορκώ — έω, Α [σύνορκος] συνδέομαι με κάποιον με ένορκη συμμαχία … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek